Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θωράκισμα — το [θωρακίζω] το αποτέλεσμα τού θωρακίζω … Dictionary of Greek
θωράκισμα — το, ατος θωρακισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)